- γρύλλος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του.IIΌνομα ιστορικών προσώπων.1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π.Χ.).2. Γιος του Ξενοφώντα (4ος αι. π.Χ.). Έπεσε στη μάχη της Μαντινείας, αφού τραυμάτισε τον Επαμεινώνδα. Ο Αριστοτέλης έβαλε το όνομά του ως τίτλο σε έναν από τους διαλόγους του περί ρητορικής, ο οποίος δεν διασώζεται. Οι κάτοικοι της Μαντινείας τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη, στήνοντας στο πεδίο της μάχης στήλη που είχε την εικόνα του.IIIΗμιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 306 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκιλλούντος.* * *(I)και γρύλος, ο (AM γρύλλος και γρύλος)ο χοίροςνεοελλ.1. μοχλός για την ανύψωση βαρών, κυρίως τών τροχών αυτοκινήτων2. σύρτης παραθύρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γρύλ(λ)ος «μοχλός για την ανύψωση βαρώνσύρτης παραθύρων» πρέπει να προήλθε με σημασιολογική εξέλιξη από το γρύλ(λ)ος «χοίρος», ίσως λόγω τού ιδιάζοντος θορύβου τού μοχλού. Με τη σειρά τους το γρύλος (γρύλλος με εκφραστικό διπλασιασμό) καθώς και το γρυλίζω αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι το γρυλίζω μαρτυρείται προγενέστερα τού γρύλος, αμφισβητείται η υπόθεση σύμφωνα με την οποία γρύλος < γρυλίζω εκφραστικά παρεκτεταμένος τ. με επίθημα -λ πιθ. κατά τα θρυλέω, -ίζω, θρύλος) < γρυ. Αντίθετα, θεωρείται πιθανόν ότι το γρύλος (< γρυ) προϋπήρχε τών εν λόγω γραπτών μαρτυριών, απ' όπου και το γρυλίζω].————————(II)γρύλλος, ο1. γρυλλισμός, αιγυπτιακός χορός2. χορευτής τού γρύλλου3. γελοιογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Το γρύλλος, με βασική σημασία «αιγυπτιακός χορός» απ' όπου και «γελοιογραφία», αποτελεί λ. άγνωστης ετυμολ. Δεν συνδέεται με το γρύλ(λ)ος (Ι), ενώ η προέλευση του από το ανθρωπωνύμιο Γρύλλος (η σωστή γραφή τού οποίου πιθ. είναι Γρύλος) δεν είναι αποδεκτή].————————(III)ογενική ονομασία τών Ορθόπτερων Εντόμων τής οικογένειας Γρυλλίδες (Gryllidae), το τριζόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < νεολατιν. gryllus < (λατ. gryllus, -i) «τριζόνιγελοιογραφία» < γρύλλος (ΙΙ) «αιγυπτιακός χορόςχορευτής τού γρύλλουγελοιογραφία». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται στο γρύλ(λ)ος (Ι) «γουρούνι»].
Dictionary of Greek. 2013.